Έβαλεν τα που τη νύχταν να φουσκώσουν. Εν λλίον κακόψητα τούτα τα μαυρομμάτικα αλλά εν γιόρκιν τζιαι το καλόν τους ένι ότι έν έχουν φάρμακα τίποτις. Έσιει τζιαι τις χωστές που της έφερεν ο αρφός της έτοιμες καθαρισμένες, να τες βράσει μαζί με τα λουφκιά. Τα λάχανα εν άγευστα τζιαι ούτε αρέσκουν του Γιαννή της πολλά.
Το άλλον πρωίν έβαλεν τα να πάρουν μια βράση, να φκάλουν την μαυράδαν τους. Μα πόθθεν φκάλλουν τόσην μαυράδα, έτσι σκέφτεται κάθε φορά που σιωνώννει το νερόν τους... Εν που την κόρην του μμαθκιού τους την μαύρην, σαν τα μμάθκια που είσσιεν το τζιέρινον το μωρό που της εκάμαν για να πάρει τάμαν στην Αγία Παρασσιευκήν. Τότε είσιεν τον Γιαννήν μες την τζοιλλιάν της τζι επήεννεν της γαίμαν.
Έβαλεν καθαρόν νερόν τζι έμεινεν λλίον να τα θαυμάζει έτσι που μεγεθθύνουνται μέσα που το κρυστάλλινον το νερόν. Άφησέν τα να πάρουν ξανά μια βράση τζι έφκαλεν τον αφρόν τους που επέπλεεν. Χαμηλώνει τη φωθκιάν βάλλει τζιαι τες χωστές μέσα τζαι φκαίννει έξω.
Πάει στην Γιωρκούλλα την κουμέραν της να πκιουν καφέ. Μιλούν για τα κοπελλούθκια τους τζαι τους αντράες τους. Μα εν έσσιει πολλήν ώραν.
- Άτε κόρη κουμέρα εν ώρα μου να πάω.
- Ε κάτσε ακόμα λλίον κουμέρα...
- Όι κουμέρα, εννά πάω στον μπακκάλη ακόμα τζι έχω τζαι το φαϊν πάνω.
- Στον καλόν.
- Α πε μου κουμέρα, έσσιεις φρέσκα κρομμυούθκια; Αρέσκουν του Γιαννή μου με τα λουφκιά, να φάει τωρά που εννά έρτει που το σχολείον.
- Α πε μου κουμέρα, έσσιεις φρέσκα κρομμυούθκια; Αρέσκουν του Γιαννή μου με τα λουφκιά, να φάει τωρά που εννά έρτει που το σχολείον.
- Έχω, καλό. Πάρε λλίην πομονή να σου φέρω.
Πιάννει τα κρομμυούθκια τζιαι πάει στον μπακκάλη, αφήννει τα πόξω, αντρέπεται να τα βάλει μεσ' το μπακκάλικον. Πιάννει ψουμίν σημερινό Αθηαινίτικον μαύρο, έναν τσαρτελλούιν κονσέρβα, τομάτες έσιει στον κήπον της, λεμόνια έσσιει. Πιάννει τζι έναν τόνον ναν' σίουρη, κάποτε προτιμά τον ο Γιαννής, παρά το τσαρτελλούι.
Πάει έσσω. Εν μια η ώρα σχεδόν, εκόντεψεν η ώρα του μιτσή που το σκολείον. Κόφκει λεμόνι που την λεμονιάν της τη δίφορη, ντομάταν που τες πομυλορκιές της.
Τα λουφκιά εν έτοιμα τζιαι οι χωστές. Στρώννει το τραπέζιν με λάδιν καλόν περατικό. Κόφκει τζιαι ατζίαν που το ψουμίν που του αρέσκει. Κόφκει στα θκυο το λεμόνι (έκαψεν τζιαι λλίον το σιέριν της τζιαμέ που εχτάρτηκεν την ώραν που το έκοφκεν). Φκάλλει τζι ελιές μαύρες, κόφκει τζαι τα κρομμυούθκια τζαι λλίον σέλληνον. Εμουσκομύρισεν η κουζίνα...
Έρκεται ο Γιαννής.
- Γεια σου μανά.
- Καλώς τον λεβέντην μου! Να σου βάλω λουφκιά με τες χωστές να φάεις;
- Μα πάλε λουφκιά μανά;
Έρκεται ο Γιαννής.
- Γεια σου μανά.
- Καλώς τον λεβέντην μου! Να σου βάλω λουφκιά με τες χωστές να φάεις;
- Μα πάλε λουφκιά μανά;
- Εν Δευτέρα σήμερα Γιαννή μου...
- Καλάν, καρτέρα λλίον να κάτσω στο κκομπιούτερ τζι έρκουμαι.
- Εννά κρυάνουν γιε μου τζι έθθα τρώουνται.
- Καρτέρα λαλώ σου τζιαι κάτι έγραψεν ο Κωστής πας στον τοίχον μου τζιαι πρέπει να του απαντήσω.
- Μα ποιον τοίχον γιε μου, τον τοίχο μας που ασπρόγιασα; Πούσσια πάω ν' ασκοπήσω!
- Ρε μανά μα είσαι τέλλεια παλαβή; Εν για το facebook που σου λαλώ! Τζι έθθελω παλιολουφκιά, κάμε μου μια τηανιά πατάτες άξιππα τζιαι πεινώ.
- Καλόν τον γιό μου, να σου κάμω, συμπάθα με...
Βάλλει το λάδιν να βράσει τζιαι καθαρίζει τες πατάτες. Βάλλει τες μες το τηάνιν. Ώσπου να τηανιστούν κάθεται τζιαι τρώει τα λουφκιά μανισσιή της. Έφυεν της τζι έβαλεν πολλίν άλας ξα εν τα κλάματά της που στάσσουν μεσ' το φαΐν...